30.08.19
ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ-ΦΟΡΟΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΕΣ. Ο ΦΠΑ ΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΕΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Θέλοντας να διαμαρτυρηθούν για τους υψηλούς φόρους, έχουμε ακούσει πολλές φορές επιχειρηματίες να λένε, «έχω συνέταιρο το κράτος». Αυτή η φράση σηκώνει συζήτηση, η αντίστροφη όμως, είναι αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Το κράτος έχει συνεταίρους τις επιχειρήσεις για την είσπραξη φορολογικών υποχρεώσεων τρίτων.

Αναφέρομαι ασφαλώς στον ΦΠΑ. Είναι απολύτως φυσιολογικό μια επιχείρηση να εισπράττει τον ΦΠΑ και να τον αποδίδει για τις λιανικές πωλήσεις της. Δεν είναι δυνατόν το κράτος να ψάχνει τον κάθε ιδιώτη και να του ζητά να του πληρώσει απ’ ευθείας τον ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνονται οι αγορές του. Όταν όμως αγοραστής είναι επιτηδευματίας ή εταιρεία, αντί να πληρώνει στον προμηθευτή του τον ΦΠΑ για τον αποδώσει αυτός με την σειρά του στο δημόσιο, γιατί να μην αποδίδει απευθείας τον ΦΠΑ στο κράτος;

Ο τρόπος αυτός απόδοσης του ΦΠΑ από τον αγοραστή δεν είναι κάτι πρωτάκουστο. Ισχύει πολλά χρόνια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Η λογική του είναι η εξής: το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να αναζητήσει τον ΦΠΑ από εταιρεία του εξωτερικού η οποία είχε συναλλαγή με ελληνική εταιρεία. Ζητά λοιπόν τον ΦΠΑ από την ελληνική επιχείρηση. Η επιχείρηση από τη μια πλευρά χρωστά τον ΦΠΑ, από την άλλη όμως έχει δικαίωμα να τον εκπέσει, οπότε τελικά δεν υπάρχει χρηματική εκροή, γι’ αυτό πολλοί έχουν μείνει με την λανθασμένη εντύπωση ότι «οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές δεν έχουν ΦΠΑ». Αν όμως την ενδοκοινοτική συναλλαγή την κάνει μια επιχείρηση που δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ, πχ ένα σχολείο, μια ασφαλιστική εταιρεία, ένα ιατρείο, τότε θα πρέπει πραγματικά να πληρώσει στο κράτος τον ΦΠΑ που αναλογεί στο τιμολόγιο που έλαβε από χώρα της Ε.Ε.

Άποψή μου είναι ότι αυτός ο τρόπος απόδοσης του ΦΠΑ από τον αγοραστή, θα πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι το ισχύον καθεστώς δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα ξενοδοχείο που ανακαινίζεται πλήρως. Παίρνει προσφορές για τα υλικά της ανακαίνισης από ελληνικές εταιρείες και από εταιρείες άλλων χωρών εντός Ε.Ε. Οι προσφορές από άλλες χώρες εντός Ε.Ε. έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, δεν χρειάζεται να πληρώσει ΦΠΑ για αυτές. Αυτό μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας, καθώς ο ΦΠΑ που θα πληρώσει στην ελληνική εταιρεία, μπορεί να τον συμψηφίσει με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και μια εξαγωγική εταιρεία, η οποία δεν πρόκειται να εισπράξει ΦΠΑ, οπότε σε ενδεχόμενη επιβάρυνση των αγορών της με ΦΠΑ θα πρέπει να τον πάρει πίσω. Αν αγοράζει αποκλειστικά από άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε. γλιτώνει τον ΦΠΑ, χωρίς να μπλέκει σε γραφειοκρατικές διαδικασίες και σε καθυστερήσεις επιστροφών ΦΠΑ, τις οποίες θα αντιμετωπίσει αν επιλέξει να έχει εγχώριους προμηθευτές.

Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η απόδοση του ΦΠΑ από τον αγοραστή, έχει επιβληθεί με κοινοτική οδηγία σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών στις οποίες είχε διαπιστωθεί εκτεταμένη απάτη στον ΦΠΑ, ως τρόπος περιορισμού της απάτης αυτής. Ισχύει λοιπόν από το 2007 για το εμπόριο ανακυκλώσιμων υλικών και από τον Αύγουστο του 2017 στις αγορές κινητών, τάμπλετ και φορητών Η/Υ.

Η απόδοση του ΦΠΑ από τον αγοραστή στις b2b συναλλαγές έχει και άλλα πλεονεκτήματα:

  • Καθιστά τον ΦΠΑ των λιανικών πωλήσεων άμεσα πληρωτέο από τις επιχειρήσεις καθώς δεν θα υπάρχει ΦΠΑ αγορών προς συμψηφισμό.
  • Σταματά το γραφειοκρατικό κόστος των επιστροφών ΦΠΑ
  • Με μια διαδικασία παρόμοια με τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα ΦΠΑ που ισχύει τώρα για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, μπορούν οι συγκεντρωτικές τιμολογίων να γίνουν πολύ πιο απλή υπόθεση για τις επιχειρήσεις.
  • Δεν θα μπαίνει ο ΦΠΑ στο επιχειρηματικό ρίσκο. Δεν θα επιβαρύνονται πλέον επιχειρήσεις με την υποχρέωση να πληρώσουν ΦΠΑ που ουδέποτε εισέπραξαν. Να θυμίσουμε εδώ ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που αυταπόδεικτα ο ΦΠΑ έχει μείνει ανείσπρακτος, π.χ. στους προμηθευτές του ομίλου ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ που μπήκε σε καθεστώς διάσωσης, ακόμα δεν έχει αποφασιστεί η επιστροφή του ΦΠΑ στις επιχειρήσεις.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο ΦΠΑ δεν θα πρέπει να διαστρεβλώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων εντός Ε.Ε. όπου οι επιχειρήσεις ξένων χωρών μελών της Ε.Ε. αποκτούν πλεονέκτημα έναντι των εγχώριων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, θα πρέπει είτε να ισχύσει καθολικά η μέθοδος της απόδοσης ΦΠΑ από τον αγοραστή, είτε να χρεώνονται και οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές με τον ΦΠΑ της χώρας του αγοραστή. Το τελευταίο ισχύει τα τελευταία χρόνια στις ηλεκτρονικές συναλλαγές που προσφέρονται προς ιδιώτες και γίνονται σκέψεις να επεκταθεί γενικά.

ΠΗΓΗ: FPRESS